You are currently viewing Κόκκινες γραμμές και το … τείχος του Βερολίνου

Κόκκινες γραμμές και το … τείχος του Βερολίνου

pnp

Η τελευταία απόφαση για τη μεταφορά των ταμειακών διαθεσίμων από δήμους και περιφέρειες, αλλά και φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Η χώρα έχει στερεύσει από ρευστό και αναζητά απεγνωσμένα σωτηρία για να αντιμετωπίσει τις σημαντικές ανάγκες το αμέσως επόμενο διάστημα. Καμία αντίρρηση για τη βοήθεια αν είναι για το καλό της χώρας. Χρειάζεται όμως να γνωρίζουμε αν γίνεται βάση κάποιου σχεδίου, κάποιας στρατηγικής ή στα πλαίσια μιας «τυφλής» σύγκρουσης με τους «θεσμούς» για το ποιος θα επικρατήσει. Γιατί έστω και τη βγάζουμε κάποιες εβδομάδες ακόμα. Μετά;

Πλέον η κατάσταση βρίσκεται σε οριακό σημείο και οι κίνδυνοι μεγαλώνουν από τη μη εξεύρεση λύσης με τους «θεσμούς» τρεις μήνες μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Το ζητούμενο του «έντιμου συμβιβασμού» δείχνει σήμερα περισσότερο από ποτέ εγκλωβισμένο ανάμεσα στις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης και στο «τείχος του Βερολίνου» και κάπου ανάμεσα πρέπει να… χωρέσουμε για να βρεθεί διέξοδος.

Πώς να βρεθεί όμως, όταν με την πάροδο του χρόνου το σκηνικό αντί να βελτιωθεί έχει γίνει ακόμα πιο συγκρουσιακό και η διαπραγμάτευση αντί για ένα αποτέλεσμα «κερδίζω – κερδίζεις» οδηγείται στη λογική του «κερδίζω – χάνεις»; Δηλαδή η νίκη ή η επικράτηση του ενός αποτελεί αυτόματα ήττα για την άλλη πλευρά.

Σε μια τέτοια εξέλιξη που όπως φαίνεται οδηγούνται τα πράγματα, η συζήτηση για το ποιος ευθύνεται, εμείς ή οι δανειστές, δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα και χρησιμότητα στην παρούσα φάση. Ας πούμε ότι ευθύνεται αποκλειστικά η άλλη πλευρά με τις αδυναμίες και τα σημαντικά λάθη που σίγουρα έχει κάνει και οδηγηθούμε στην οριστική ρήξη. Ποιο θα είναι το κέρδος για εμάς; Η ηθική ικανοποίηση ότι δε φταίμε, ενώ θα υποστούμε στο ακέραιο τις συνέπειες αυτής της ρήξης;

Ακόμα και η προσέγγιση ότι οι δανειστές δε θα επιχειρήσουν τη ρήξη γιατί οι συνέπειες θα είναι πολύ αρνητικές και για τους ίδιους, τι νόημα έχει; Δηλαδή δεν έχει σημασία αν θα καεί το σπίτι μας αφού το ίδιο θα συμβεί και σε αυτό του άλλου; Το θέμα είναι κατ’ αρχήν πώς εμείς θα προφυλαχθούμε και θα αποφύγουμε τα χειρότερα.

Είναι σίγουρο ότι τρεις μήνες τώρα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, αλλά παρά την όποια ζημιά τα χειρότερα ακόμα δεν έχουν έρθει. Βασική επιδίωξη θα πρέπει να είναι από Ελληνικής πλευράς η κατάληξη των συζητήσεων το συντομότερο δυνατό. Η χρονοτριβή και η καθυστέρηση θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Είναι μάλιστα μια παγίδα που θα πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε. Παγίδα, γιατί φαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα, ο χρόνος απέκτησε μια «σχετική» αξία στις διαπραγματεύσεις, χωρίς τη σπουδή των πρώτων εβδομάδων και η λύση μετατίθεται από σύνοδο σε σύνοδο. Πλέον αναμένεται ότι στις 24 Απριλίου δε θα βγει «άσπρος καπνός» και υπάρχει μια προσέγγιση ότι «δεν πειράζει πάμε στην επόμενη σύνοδο στις 11 Μαϊου» και τελικά στα τέλη Ιουνίου.

Η καθυστέρηση αυτή ποιον εξυπηρετεί όμως; Σίγουρα όχι την Ελλάδα που έχει στεγνώσει από ρευστό και στρέφεται στα διαθέσιμα φορέων, ταμείων, περιφερειών, δήμων κλπ για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Και μην ξεχνάμε ότι και τα διαθέσιμα αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά για τη στήριξη των πολιτών και την ανάπτυξη της χώρας.

Η Ευρώπη ας δεχτούμε ότι θα ήθελε να βρεθεί λύση με την Ελλάδα. Με το να μη «καίγεται» όμως γι’αυτό, πέρα από το ότι πετά τη μπάλα στο δικό μας γήπεδο, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ουσιαστικά μεταθέτει την ευθύνη και βγαίνει από το επίκεντρο της άμεσης ταμειακής εμπλοκής. Και αυτό έχει τη σημασία του γιατί οι επόμενες πληρωμές της Ελλάδας πέρα από τους μισθούς, συντάξεις, ανανέωση εντόκων γραμματίων, αφορούν το ΔΝΤ (δηλαδή κυρίως τις ΗΠΑ) με το οποίο θα έχει να κάνει η χώρα μας σε μια ενδεχόμενη παύση πληρωμών το επόμενο διάστημα, ενώ η Ευρώπη θα «νύπτει τας χείρας της».

Επίσης, η μη επίτευξη λύσης και η ρήξη θα έχει ολέθριες συνέπειες στις τράπεζες που προς το παρόν διατηρούνται εν ζωή με την έκτακτη στήριξη της ΕΚΤ. Αν δε βρεθεί λύση και η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα ζητήσει πίσω τα χρήματά της, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα βρεθεί μπροστά στο βέβαιο ενδεχόμενο της κατάρρευσης και αυτό γιατί η στήριξη ανέρχεται σήμερα σε 110 δισ. €, ενώ στις ελληνικές τράπεζες οι καταθέσεις φτάνουν τα 130 δισ. € και οι χορηγήσεις ξεπερνούν τα 200 δισ. € με σημαντικό κομμάτι από αυτές να θεωρούνται ξεγραμμένες. Σε αυτήν την περίπτωση  μια λύση αντίστοιχη με αυτή που εφαρμόστηκε στην Κύπρο, δηλαδή με κούρεμα καταθέσεων, αλλά και περιορισμούς στις αναλήψεις και την κίνηση κεφαλαίων, καθώς και άλλες αρνητικές συνέπειες φαντάζει πολύ πιθανή.

Ας αφήσουμε όμως τα σενάρια. Το δίλημμα συμβιβασμός ή ρήξη που ήταν από την αρχή υπαρκτό δεν έχει διαφοροποιηθεί και οι υπεύθυνοι, όποια και αν είναι η επιλογή τους, ας κινηθούν το ταχύτερο δυνατό για να δούμε την επόμενη ημέρα.

Θωμάς Κιούσης,

Οικονομολόγος, Δημοτικός Σύμβουλος, «Δήμος Θηβαίων – Ώρα Ευθύνης»

Facebook Comments Box

Αφήστε μια απάντηση