Καισαρεία Καππαδοκίας,
Σ’ αυτή την πόλη της Μικράς Ασίας ένας στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης , αλλιώς θα την πολιορκούσε , για να την κατακτήσει και να τη λεηλατήσει.
Ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Μόλις ξημέρωσε, ο στρατηγός περικύκλωσε την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Του ζήτησε λοιπόν το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε .
Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχεια. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή θα τον σκοτώσει.
Οι κάτοικοι της Καισαρείας μάζεψαν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν στο Δεσπότη τους, ώστε δίνοντάς τα στο στρατηγό να σωθούν. Εκείνος όμως διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Μέγας Βασίλειος,έδωσε ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι ,με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά εμφανίστηκε μια λάμψη και ένας λαμπρός καβαλάρης (Άγιος Μερκούριος) να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Ο Άγιος Βασίλειος έπρεπε όμως να μοιράσει δίκαια τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης . Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμί αυτό και έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Μιμούμενοι και εμείς στην Ελλάδα την πράξη του Αγίου Βασιλείου φτιάχνουμε την Βασιλόπιτα βάζοντας και το τυχερό φλουρί μέσα αντί χρυσαφικών , για καλή χρονιά.